Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης (Αναδημοσίευση από τον προσωπικό του λογαριασμό)
Μάνα μου.
Αποφάσισα να μιλήσω σε εσένα, γιατί ντρέπομαι να πω σε άλλον αυτά που με κάνουν να πλαντώ.
Εσύ, ξέρω πως θα με καταλάβεις και θα πάρεις στην πλάτη σου το βάρος που με πλακώνει, δίχως να βαρυγκομήσεις.
Ντρέπομαι, μάνα μου, να πω την αλήθεια, πως έπρεπε να έρθει τούτη η αρμαθιά από κρίσεις και συμφορές, για να ξαναβρώ τον αληθινό απατό μου.
Ξαναβρήκα τη γλύκα που κρύβει μέσα του το κρίθινο παξιμάδι.
Ξανακράτησα στο στόμα μου τη σταφιδολιά με τέτοια λαχτάρα, που μου θύμησε τα χρόνια που ζούσαμε στη νοικιασμένη κάμαρα στα Καμίνια.
Ξαναρούφηξα, ανατριχιάζοντας, τη μυρωδιά από τις τηγανητές πατάτες, στην παραστιά με τα ξύλα.
Ξαναμάσησα με έκσταση τις πικρόβρουβες, βουτηγμένες στο πικρό αγουρέλαιο.
Ξανάκοψα και έφαγα, με βουλημία, αγκιναρόφυλλα με λεμόνι και χοντρό αλάτι.
Ξανάπια βαρύ μαρουβά και σπίρτο πρωτόρακη.
Ξαναπλησίασα τα χέρια μου στο μαγκάλι με τα αναμμένα κάρβουνα, που ήτανε σκεπασμένα με χρυσόχαρτα από πακέτα τσιγάρων.
Ξαναβρήκα το νόημα της φιλίας και της συντροφικότητας, σε απλούς, ανεπιτήδευτους και ανιδιοτελείς ανθρώπους.
Ξανάκαμα κουβέντα για το Χρέος του Αθρώπου απέναντι στον Άθρωπο.
Ξαναμεταξέσυρα για να κάμω χώρο και στον ξένο να κάτσει σιμά μου στον ασκιανό της χαρουπιάς.
Ξανάκοψα το τσιγάρο στα δυό, για να κεράσω κι εκείνον που δεν είχε να φουμάρει.
Ξανάκουσα την προσταγή στον καφετζή ‘’κέρασέ τονε’’ από άγνωστους ανθρώπους, σαν μπήκα στο ντουκιάνι.
Ξανάπιασα χώμα στα χέρια μου και λες και έπιανα ευλογημένο πρόσφορο.
Ντρέπομαι μάνα μου.
Ντρέπομαι, γιατί έπρεπε να βρεθώ σ’ αυτή την κρίση, για να συνειδητοποιήσω ότι τόσα χρόνια κορόιδευα τον εαυτό μου, παλεύοντας να τον πείσω πως δεν ήτανε αυτός που πραγματικά ήτανε.
Μόνο σε εσένα, μάνα μου, μπορώ να πω, με περηφάνεια, πως ξαναγίνηκα το κοπέλι που εγέννησες.
Σου τα ‘πα και ξαλάφρωσα.
Σα να σε βλέπω να χαμογελάς.
Του Μιχάλη Σρατάκη