«Τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς»
(Σοφ. Σολωμ. Δ` 13)
Μακαριστέ καί πολύκλαυστε Γέροντα, οἱ παρακάτω λέξεις ἔχουν χαρακτήρα ἀνεπίδοτης ἐπιστολῆς. Δεχθῆτε την ἔστω καί ἀργά…
Δέν σᾶς ἄρεσαν οἱ ἔπαινοι ἰδίως ὅταν ἀπευθύνονταν στό πρόσωπό σας. Ταυτόχρονα σεῖς, καί ἐλέγχων ἀκόμη, ἐπαινούσατε μέ τήν ἐν Χριστῶ παιδαγωγία.
«Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ»,σᾶς ὀνόμασε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος. Γιά ὅσους σᾶς ἐγνώρισαν εἶναι ὁ εὐστοχώτερος χαρακτηρισμός περί τοῦ προσώπου σας.
Ἀντικρύσατε τήν ζωή στήν Σῦρο, σπάραγμα τῆς καθημαγμένης ἀλλ’ ἀρχοντικῆς Κωνσταντινοπολιτικῆς Ῥωμιοσύνης, καθηλωμένος στό κρεβάτι τοῦ πόνου μέχρι τῆς νεανικῆς ἡλικίας λόγῳ ρευματισμῶν. Κατ’ οἶκον διδαχθείς, ἀφοῦ ἐσπουδάσατε τόν πόνο τῆς ἀσθενείας στήν σάρκα σας, γεγονός, τό ὁποῖο σᾶς ἐμύησε στήν παράκληση τῶν ἀσθενῶν. «Περισσότερο νά προσεύχεσθε ὑπέρ σωτηρίας τῶν ἀρρώστων καί τῶν ἰατρῶν τους». Ἀφορισμένο ἐκ κοιλίας μητρός, καλλιτεχνική φύση, ψυχή λεπτή, εὐαίσθητο, σᾶς θυμοῦνται νά γράφετε ποιήματα, διηγήματα καί νά ζωγραφίζετε. Ὁ κ. Γεώργιος (κατά κόσμον) Παπουτσόπουλος ξεχώριζε πάντοτε σέ εὐγένεια καί ἀρετή θυμοῦνται μέ συγκίνηση στόν Πειραιᾶ. Ὅλα αὐτά σέ ἕναν κόσμο «ἐπιμελῶς διακείμενο ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητος».
Ἡ θητεία στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, στήν Γραμματεία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, στήν Ἱ. Μονή Ζωοδόχου Πηγῆς Καλαυρίας Πόρου, τήν Ἱ. Μονή τῆς μετανοίας σας, στήν Ἁγ. Αἰκατερίνη καί τόν Ἅγ. Νεῖλο Πειραιῶς, ὅπου τίς περισσότερες φορές φιλόστοργα ἐξομολογούσατε χωρίς ποτέ νά κοιτάξετε τό ρολόϊ μέχρι τίς πρῶτες πρωϊνές ὧρες, σᾶς εἰσήγαγε στήν ποθουμένη διάσταση τῆς ὀγδόης ἡμέρας, τῆς αἰωνιότητος τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου. Αὐτή ἦταν καί ἡ οὐσία τοῦ ποιμαντικοῦ σας ἔργου. Σπουδή καί ἐν Χριστῶ παραμυθία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῆς περιπέτειας του στήν ἱστορία.
Γνήσιο ἐκκλησιαστικό ἦθος καί ἀπόλυτη ἀφοσίωση στήν μητέρα Ἐκκλησία. Ὄχι ἁπλῶς ἀφοσίωση ἀλλά ἀδιάκριτη ὑπακοή, τόση, ὥστε λέγατε μετά τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία ὅτι αὐτός ἦταν καί ὁ λόγος πού καί τοι σωματικά ἀσθενής καί ἀδύναμος ἐκ γενετῆς ὑπακούσατε στήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας πρός νέα στρατεία αὐθυπερβάσεως. Ὅταν ἀντιληφθήκατε τήν ἐπικείμενη ἐκλογή σας εἰς Μητροπολίτη, τό ἴδιο βράδυ παραμείνατε κλαίων καί προσευχόμενος προσπαθώντας νά μεταλλάξετε τό Θεῖο θέλημα. Τήν ἄλλη ἡμέρα καταφύγατε στόν ἑορτάζοντα προστάτη σας Ἁγ. Νεκτάριο στήν Αἴγινα, γιά νά κάνετε καί Ἐκεῖνον συμμέτοχο τῆς ἀδυναμίας σας. Ἀποδείχθηκε ὅτι ἡ ὅλη σας ἐπίγεια παρουσία ἦταν θεοσημεία.
Ἡ πορεία σας ὡς κληρικοῦ ἦταν διαδρομή ἀνακουφίσεως τοῦ ἀνθρωπίνου πόνου, πόνου πού ὁ ἴδιος γνωρίζατε καλά. Σημειώνετε μετά τήν παρακολούθηση μιᾶς κηδείας. Δανείζομαι ἐδῶ καί στήν συνέχεια (ἠμίμαυρα γράμματα ἠ εἰσαγωγικά) τίς προσωπικές σας σημειώσεις:
«Καστοριά 2/3/1995, 5 μ.μ.
(ΚΗΔΕΙΑ 18χρονου Κ.Μ. ἀπό Ἀ. πάσχοντος ἀπό τήν χρόνιον ἀσθένειαν D.)
Σάν ζωντανός κοιμώμενος μέ πλάϊ τό κεφάλι. Εἶπα: Δέν χρειάζεται καί δέν μπορῶ νά πῶ πολλά, τοῦτο μόνον. Νομίζω, ὅτι ὅσους ἐπόνεσαν στήν ζωή τους, ὁ Θεός τούς κατατάσσει ἡ μετά τῶν Μαρτύρων Του ἡ μετά τῶν ἀγγέλων Του. Αὐτό εὔχομαι διά τόν Κ. Αἰσθανόμουν πολύ ἄσχημα» καί ἀλλοῦ,
Ὅλα τά ἀσθενῆ καί ἐξουθενημένα τοῦ κόσμου τούτου ἔβρισκαν παρηγοριά στήν προστασία σας καί στήν στοργή τῆς ἀγάπης σας. Ἡ ὀπτική σας πάντοτε, πρός ὅλους ἀνεξαιρέτως, ὑπῆρξε αὐτή τῆς Ἐκκλησίας, πού «πάντας θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Γνωρίζουμε πολλές ἀπό τίς φιλανθρωπίες σας, ἀλλά ἐλάχιστες σέ σχέση μέ τήν πραγματικότητα.
«Δέν ἀγάπησα μέ τήν καρδιά μου οὔτε χρήματα, οὔτε κοσμήματα, οὔτε σπίτια, οὔτε τό καλό φαγητό, οὔτε τήν ἴδια μου τήν ὑγεία, οὔτε τήν σωματική μου ἀνάπαυσιν. Μόνο τούς ἀνθρώπους ἀγάπησα… Νά προσεύχεσθε διά τούς ἀγνώστους σας, νά τούς ἐλεήση ὁ Κύριος. Θά γίνουν εἰς τήν ζωήν τους θαύματα μέ τήν προσευχήν σας, χωρίς νά τό πληροφορηθῆτε, ὅπως καί ἐκεῖνοι θά ἀγνοοῦν ὅτι ἡ δική σας προσευχή τούς εὐεργέτησε».
Βαδίσατε τήν ὁδό τῆς ἐπίγειας ζωῆς μέ τήν ἐπίγνωση τοῦ τέλους. Ὁρόσημο τό ἐνύπνιο σας τήν νύκτα τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων τοῦ 1993, λίγο πρίν τήν ὀδυνηρή ἐγχείρηση καρδιᾶς: Ὁ Κύριος ἔχοντας δεξιά Του τήν Κυρία Θεοτόκο διά νεύματος καλοῦσε ἀπό ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων. Ὅταν προσκάλεσε ἐσᾶς, ἡ Θεοτόκος ἁπλώνοντας τό χέρι πρός τόν Υἱό καί Θεό της, σάν νά τόν σταματοῦσε, εἶπε: Υἱέ μου ἄς τόν ἀφήσουμε τρία χρόνια ἀκόμη γιατί ἔχει ἀποστολή νά ἐκπληρώσει. Δέν τό θεωρήσαμε ἀφορμή μετανοίας σας, ὅπως ἐσεῖς, ἀλλά ἀνάγκη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Γι’ αὐτό μέ τό ἄνοιγμα τῶν συνόρων ἄνοιξαν οἱ πόρτες, ἡ ἀγκαλιά ἀλλά καί ἡ ἀδύνατη καρδιά σας νά φιλοξενήσει, νά ἐνδύσει, νά θρέψει, νά διδάξει νά συνετίσει, νά στηρίξει παντοειδῶς, νά φωτίσει καί νά σώσει μέ τήν ἁγιαστική χάρη τῶν ἱερῶν Μυστηρίων αὐτούς τούς ἀπελεύθερους γνωστούς-ἀγνώστους τοῦ Θεοῦ. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού ὁ μηνιαῖος μισθός σας ἀπό ἐπίβουλο χέρι φιλοξενουμένου «ἐξαφανιζόταν» ἀπό τό συρτάρι τοῦ γραφείου σας, ὄχι ἐπειδή τόν μοιράσατε ἐσεῖς ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη, ὅπως πράττατε κάθε μῆνα. «Ὅποιος τά πῆρε θά τά εἶχε ἀνάγκη» ἀπαντούσατε μέ περισσή βεβαιότητα σέ ἐκείνους πού μέμφονταν τήν ἀνεξίκακη τακτική σας. Στήν ἄρνηση τῆς μακαριστῆς κατά σάρκαν ἀδελφῆς σας Εὐαγγελίας νά πλύνει στό οἰκογενειακό πλυντήριο ροῦχα φιλοξενουμένων μεταναστῶν ἐξ Ἀλβανίας σᾶς ἀντίκρυσε τή νύκτα, ἐνῶ ὅλοι κοιμόνταν νά πλένετε τά ροῦχα αὐτά, σεῖς ὁ ἴδιος στήν σκάφη μέ τά χέρια σας. Καί οἱ προσπάθειές σας καρποφοροῦσαν μέσα σέ γενική ἀποδοκιμασία, διότι ὅλοι ἐμεῖς διαθέταμε τήν κοντόφθαλμη ἀνθρώπινη σκέψη, ἐνῶ ἐσεῖς συναντιλαμβανόμενος, μοιραζόσασταν τήν ὑπομονή καί τήν «λογική» τοῦ Θεοῦ. «Βλέπετε τό πρόσωπο τοῦ Γ. (νεοφώτιστος Ἀλβανός) ἄλλαξε, φωτίστηκε μόλις ἀναδύθηκε ἀπό τήν ἱερά Κολυμβήθρα». Ἔστω καί ἀργά … εἴχατε δίκιο.
Ἄριστος γνώστης τοῦ διαλόγου καί τῆς γλώσσας, κι ὄχι μονάχα τῆς Ἑλληνικῆς ἀφοῦ μέσα σέ λίγο διάστημα καταφέρατε νά συνεννοεῖσθε μέ τούς φιλοξενουμένους σας μετανάστες Βορειοηπειρῶτες καί Ἀλβανούς σέ καιρούς ἄστατους κι ἐπικίνδυνους. Δέν θά ξεχάσουν οἱ Ἀρχές τῆς Καστοριᾶς τά τηλεφωνήματα ἀγωνίας τοῦ Ἐπισκόπου των, ὅταν παρακαλούσατε νά ἀπελευθερώσουν τούς κρατουμένους λαθρομετανάστες ἀφοῦ τούς θεωρούσατε ὅλους παιδιά σας.
Παρ’ ὅλη τήν καθημερινή κόπωση στήν ἀρχή καί τό τέλος τῆς ἡμέρας στό παρεκκλήσιο τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τοῦ Ἐπισκοπείου διαβάζονταν οἱ Ἱ. Ἀκολουθίες. Τό πρωί μετά τόν Ὄρθρο πρῶτος ἐσεῖς στό γραφεῖο γιά τό ξεκίνημα τῆς νέας ἡμέρας. Ἐκεῖ ὁ καθένας μποροῦσε νά συναντήσει τόν Ἐπίσκοπό του ἀνεξαρτήτως ὡραρίου, νά μοιραστεῖ τό πρόβλημά του καί νά βρεῖ, ἄν ὄχι λύση, τουλάχιστον συμπαράσταση. Πολλές φορές κουρασμένοι ἐμεῖς ἀπό τήν συνοδοιπορία στό βαρύ καθημερινό σας πρόγραμμα τίς πρῶτες μεταμεσονύκτιες ὧρες ἀποσυρόμεθα γιά ὕπνο, ἐνῶ ἐσεῖς τελούσατε γιά ὅλους τό Ἀπόδειπνο καί κατόπιν βγαίνατε, ἀνεξαρτήτως καιρικῶν συνθηκῶν, στό πίσω μπαλκόνι τοῦ Ἐπισκοπείου, ὅπου κάτω ἐκτεινόταν ἡ πόλη τῆς Καστοριᾶς, μέ τήν ὄμορφη λίμνη της καί ὡς ἄγρυπνος ποιμένας εὐλογούσατε τήν πόλη στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὀρίζοντα, ἁπλώνοντας τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, κραταιωτάτη ἀσπίδα κατά ὀρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν. Μέ πόνο σκεπτόσαστε ὅτι ἴσως αὐτή εἶναι -καί πράγματι ἦταν- ἡ ἐσχάτη πρᾶξη σας, ἡ τελευταία φορά πού ἀντικρύζατε τή λογική σας Ποίμνη. Τήν ἀγάπη καί ἀφοσίωση σας στούς ἀνθρώπους αὐτούς, τό ποίμνιό σας, μαρτυροῦσαν τά μάτια σας, οἱ κινήσεις σας, ἡ δυσκολία σας νά μᾶς ἔρχεσθε τακτικά στόν Πειραιᾶ.
Εὐωδιάζατε θυμίαμα. Λειτουργός πάντοτε ἄψογος μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ κάθε στιγμή ἀνεξάλειπτο. Ὁμολογούσατε ὑπαινικτικῶς, διά τόν φόβο τῆς ἐπάρσεως, ὅτι ὡς λειτουργός μόνον συγκεκριμένες στιγμές ἀγγίζατε στήν Ἁγία Τράπεζα. Καί ὡς Ἐπίσκοπος ἀκόμη καταφθάνατε στό Ναό πρό τοῦ ἑξαψάλμου, ἐνῶ ἀπό τίς κινήσεις καί τήν εὐλάβειά σας δίνατε τήν αἴσθηση ὅτι ἡ τελουμένη Θ. Λειτουργία εἶναι ἡ πρώτη σας. Σεβόσασταν τό Θυσιαστήριο καί τήν ὑγιῆ λαϊκή θρησκευτικότητα.
Τό γεγονός τῆς ἀνυποκρίτου ἀγάπης σας τό γνώριζε καί ὁ τελευταῖος κάτοικος τῆς πόλεως, ἔχοντας πρός τό πρόσωπό σας τήν αἴσθηση τοῦ Ἐπισκόπου Πατέρα. Τόν Μάϊο τοῦ 1991, ὕστερα ἀπό τόν ποδοσφαιρικό ἀγώνα καί τήν ἀποτυχία τῆς ποδοσφαιρικῆς ὁμάδος τῆς Καστοριᾶς νά παραμείνει στήν ἴδια κατηγορία, οἱ παῖκτες καί οἱ παράγοντες τῆς ὁμάδος παρέμειναν προπηλακιζόμενοι καί ἀπειλούμενοι γιά τήν σωματική τους ἀκεραιότητα στά ἀποδυτήρια τοῦ σταδίου ἀπό πλῆθος φιλάθλων. Καί ἐνῶ ἡ ὥρα περνοῦσε, γύρω στά μεσάνυχτα, ὁ Νομάρχης καί οἱ ἀστυνομικές δυνάμεις ἀδυνατώντας νά βροῦν ἄλλη λύση, συζητώντας συμφώνησαν ὅτι πρέπει νά καλέσουν τόν Μητροπολίτη. Ἐσεῖς δέν ἀρνηθήκατε. Σέ λίγο, νύκτωρ, ἀκοίμητος ποιμήν καί εἰρηνάρχης, μιλώντας ἀπό τό μικρόφωνο τοῦ γηπέδου ἀπευθυνθήκατε στό ποίμνιό σας. Πράϋνε ἡ ὀργή καί ἐντός εἰκοσαλέπτου ὁ θυμός καί ἡ διάθεση ἐκδικήσεως κόπασε, οἱ ταραξίες ἠρέμησαν καί τά ἐπεισόδια ἔληξαν εἰρηνικά γιά νά ἐπαληθευτεῖ ἔτσι ὁ Κυριακός λόγος «γινώσκω τά ἐμά καί γινώσκομαι ὑπό τῶν ἐμῶν».
Τούς ἱερεῖς τούς θεωρούσατε ἀνεξαιρέτως Πατέρες καί συμπρεσβυτέρους ἀδελφούς. Κλαίοντας ἐσεῖς ὁ Ἐπίσκοπος ὑπαγορεύσατε τηλεφωνικῶς συλλυπητήριο γιά τήν κηδεία αἰφνιδίως θανόντος, κατά τήν διάρκεια τελέσεως τρισαγίου, ἱερέως τῆς Καστοριᾶς, σημειώνοντας λίγο ἀργότερα, ὀκτώ ἡμέρες πρίν τό ἐπίγειο τέλος σας:« Ἀθήνα 22-1-1996, Θεέ μου, Θεέ μου! Συγχώρεσέ με. Μήπως διά τάς ἁμαρτίας μου ταλαιπωρεῖται ὁ λαός Σου καί ὁ Ἱερός Κλῆρος τῆς Ποίμνης Σου;»
«Νομίζω ὅτι δέν φοβοῦμαι τόν θάνατον. Δηλαδή, μέ τρομάζει τό πλησίασμά του. Ἀλλά δέν λυποῦμαι νά φύγω ἀπό τόν παρόντα κόσμον… Δέν λυποῦμαι διά τόν θάνατον, παρά μόνον διότι θά στενοχωρήσω τούς ἀνθρώπους καί διότι «τρέμω τήν φοβεράν ἡμέραν τῆς κρίσεως. Ἑξήντα χρόνια ζωῆς καί δέν μοῦ ἦσαν ἀρκετά διά νά μετανοήσω, ὁ ἀχάριστος ἐγώ. Ἀσφαλῶς ὅμως πιστεύω «εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας» τοῦ Κυρίου… Εὐχαριστῶ ὅσους θά μοῦ παράσχουν τίς τελευταῖες περιποιήσεις καί θά μέ κατεβάσουν εἰς τόν τάφον, καί ὅσους προσευχηθοῦν ἤ δακρύσουν δι’ἐμένα καί ὅσους ποῦν: Κύριε ἐλέησον τόν δοῦλον Σου Γρηγόριον Ἀρχιερέα».
Στήν πλάκα τοῦ τάφου σας ζητήσατε νά χαραχθεῖ: «Κύριε ἐδοκίμασάς με καί ἔγνως με. Μή συναπολέσεις ταῖς ἁμαρτίαις μου τόν λαόν Σου, ἀλλά σῶσον με μετά τοῦ ποιμνίου Σου». Λαμπρό μάθημα ὀρθοδόξου Ἐπισκοπικοῦ φρονήματος μέ στοιχεῖα πατερικῆς ταπεινώσεως καί ὀρθῆς ἐκκλησιολογικῆς θεωρήσεως. Ἀλησμόνητη ἀκόμα, ἡ ἔκπληξη μας ὅταν σέ ἀνύποπτο χρόνο ἀντικρύσαμε τό φρεσκοσκαμμένο τάφο πού ἑτοιμάσατε γιά σᾶς, ἐνῶ σεῖς γελούσατε μέ τό γνωστό παιδικό σας χαμόγελο, πού εἶχε τή δύναμη νά στηρίζει, νά σκεπάζει, νά περιθάλπει καί νά ἀμβλύνει κάθε κακό ἀκόμη καί αὐτήν τήν τραγικότητα τοῦ θανάτου.
«Ἀγαπῶ ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς ἐξαίρεσιν καί χωρίς διάκρισιν. Εἶμαι βέβαιος ὅτι καί ἐμένα ἀγάπησαν ὅσοι μέ ἐγνώρισαν. Δέν ἐνθυμοῦμαι ὅτι κάποιος μέ ἐπίκρανε. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέ ἔχουν εὐεργετήσει καί ἔχουν συμβάλλει εἰς τήν πρόοδόν μου καί μέ ἐστήριξαν μέ τήν ἀγάπην καί τίς προσευχές των περισσότερο, ἀπό ὅσο ἐβοήθησα ἐγώ ἐκείνους. Ζητῶ συγγνώμη διότι δέν ἐνδιαφέρθηκα δι’αὐτούς ὅσο ἔπρεπε, καί δέν τούς ἀγάπησα ἰσάξια». Ἰδιαιτέρως ἀγαπούσατε τά παιδιά. Ὧρες συζητούσατε μαζί τους, τά ρωτούσατε διάφορα πράγματα, τά συμβουλεύατε καί τά κερδίζατε. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ παρουσία τῶν ἑκατοντάδων παιδιῶν στό προσκύνημα τῆς σοροῦ σας, ἀλλά καί στήν ἐξόδιο ἀκολουθία καί ταφή σας. Καί δέν σταμάτησαν ἐδῶ. Παιδιά, νέοι κυρίως ἀλλά καί ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας ἀκόμα περνοῦν γιά νά ἀνάψουν τό κερί τους, νά καταθέσουν τό λουλούδι τους καί νά προσηλώσουν τό βλέμμα στόν τόπο πού ξεκουράζεσθε σεῖς ὁ στοργικός καί ἀγαθός πατέρας, ψελλίζοντας λόγια προσευχῆς.
Ἀγαπούσατε τόἍγιον Ὄρος καί ἡ Ἀθωνική Πολιτεία σᾶς τιμοῦσε. Ἀπό 30ετίας ἐπισκεπτόσασταν τό ἉγιώνυμοὌρος, ἀλλά καί ἄλλους φωτισμέ-νους Πατέρες στόν κόσμο ζητώντας ὡς ὁ τελευταῖος μαθητής συμβουλές. Οἱ μακαριστοί (σήμερα Άγιοι) π. Παίσιος, π. Πορφύριος, π. Ἰάκωβος, π. Εὐμένιος χαίρονταν ἰδιαιτέρως στίς ἐπισκέψεις σας τιμώντες ἔτσι τόν ἁπλοῦν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Στό δίλημμα λόγῳ τῆς ἐπισφαλοῦς ὑγιείας σας, ἄν θά ἔπρεπε νά συνοδεύσετε στήν ταφή τοῦ πνευματικοῦ σας πατέρα στήν ἀκριτική Σάμο ὑπακούσατε, Ἐπίσκοπος ὤν, στήν φωνή ἐξ ἉγίουὌρους πού σᾶς ἀπέτρεπε, παρότι ὁ πόνος τῆς ἀπουσίας αὐτῆς ποτέ δέν ξεπεράστηκε, λέγοντας χαρα-κτηριστικά: «Καί οἱ Ἐπίσκοποι πρέπει νά κάνουν ὑπακοή!».
Παρά τήν σωματική σας ἀδυναμία στό φρόνημα οὐδέποτε ἀρνηθήκατε τήν Ἐπισκοπική σας εὐθύνη σας, δέν δειλιάσατε καί κυρίως μπροστά στούς ἰσχυρούς τοῦ κόσμου τούτου. Ἔτσι τό 1992 στούς κλυδωνισμούς τῆς Ἐκκλησίας παραμείνατε ἑδραῖος τονίζοντας πάντοτε: «Τό ὑπᾶρχον πρόβλημα εἶναι ἐκκλησιαστικό, συνεπῶς μόνον ἐντός τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἐπιλύεται. Θά ἀποτελέσει γόρδιο δεσμό ἄν ἐμπλακοῦν ἀναρμοδίως πολιτικά πρόσωπα ἤ ἡ δικαστική ἐξουσία». Πέρασε στήν Ἱστορία ἡ ἐπιστολή σας, ἐπιστολή ἑνός ἀσήμου ἀκρίτα Ἐπισκόπου, πρός τόν τότε Πρωθυπουργό, πού τοῦ τονίζατε προφητικῶς -ἕνα μῆνα πρό τῆς ἀνορθοδόξου πτώσεως τῆς Κυβερνήσεως του- ὅτι θά ἐπισύρει τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, διότι ἐπιτρέπει νά σύρεται ἡ Ἐκκλησία σέ δικαστικούς ἀγῶνες καί διαταράσσει τήν εἰρήνη της.
Στίς οἰκογένειες πού κατέφευγαν στό πετραχήλι σας, στίς ἀτέλειωτες ἐπισκέψεις σας σέ νοσοκομεῖα, κλινικές, γηροκομεῖα, ἀρρώστους, ἀναπήρους, ἀναξιοπαθοῦντες, κατακοίτους, στρατιωτικά φυλάκια, χωριά ξεχασμένα ἀπό τούς ἀνθρώπους, πού δέν εἶχαν ἰδεῖ τόν Ἐπίσκοπο τους, δίνατε θάρρος, ἐμπιστοσύνη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συμπάσχοντας πραγματικά μέ τόν τραυματισμένο ἄνθρωπο. Εἴχατε βαθειά ἀντίληψη καί αἴσθηση τῆς φθορᾶς πού προξενεῖ ἡ ἁμαρτία ὄχι μόνο στήν ψυχή, ἀλλά καί στό σῶμα.
«Περισσότερο νά προσεύχεσθε ὑπέρ σωτηρίας τῶν ἀρρώστων καί τῶν ἰατρῶν τους, τῶν ναυτικῶν, τῶν στρατιωτῶνκαί πάντων τῶν κινδυνευόντων. Ἐπίσης ὑπέρ τῶν παραστρατημένων. Νά δίδη ὁ Κύριος φωτισμένο μυαλό εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους διότι ὅλα τά κακά προέρχωνται ἀπό τόν σκοτισμό τοῦ μυαλοῦ ὑπό τοῦ πονηροῦ. Ἀπό ἐκεῖ ἐξασθενεῖ ἡ θέλησις».
Γι ’αὐτό καί δέν ἀκούστηκαν ποτέ ἀπό τό στόμα σας κούφιες ἠθικολογίες οὔτε τελεσίδικες κρίσεις καί κατηγορίες. Οὐδέποτ εσᾶς ἀκούσαμε κρίνοντα. Παροτρύνατε νά προσπαθοῦμε νά ἔχουμε τόν καλό λογισμό καί νά φοβόμαστε πάντοτε τόν «πνευματικό νόμο» γιά τόν ὁποῖο, ὁ Θεός παραχωρεῖ νά δρᾶ ἐνίοτε νομοτελειακά.
Κηρύττατε, ἐνσαρκώνοντας ὡς ἔμπρακτο Λόγο, τόν Κύριο Ἰησοῦ. Προσπαθούσατε πάντοτε νά εἰσέλθετε διά τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως καί τῆς προσευχῆς στόν τρόπο σκέψεως τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως, τῆς Ἐκκλησίας μας καί αὐτό τό ἐτονίζατε πάντοτε. «Παρακαλῶ νά μέ συγχωρήσετε μέ ὅλην σας τήν καρδιά. Διότι ἤμουν ἀμετανόητος εἰς ὅλην τήν ζωήν μου, ἀλλά τώρα μετανοῶ δι’ ὅλα τά σφάλματά μου, δι’ὅλες τίς παραλείψεις μου, τίς κακίες μου, τίς ὀλιγοπιστίες μου, τήν ἔλλειψιν ἀγάπης μου πρός τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους, τά φανερά καί τά κρυφά ἐγκλήματά μου, διά τἀ ὁποία παρακαλῶ πεῖτε τώρα τρεῖς φορές:
Κύριε καί Θεέ Ἰησοῦ Χριστέ, μή διαπομπεύσης τόν δοῦλον σου Γρηγόριον Ἀρχιερέα καί μή ἀποκαλύψης τά ἁμαρτήματά του ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, οὔτε τῶν Ἁγίων οὔτε τῶνἈγγέλων». Ἄν ποτέ ἔχετε λογισμό ὅτι ἡ Ἐκκλησία κάνει λάθος κάμετε ὑπακοή καί θά σᾶς ἀποκαλύψει ἀργότερα ὁ Θεός τήν ἀπάτη τοῦ λογισμοῦ σας.
Μέ τήν εἴσοδο τοῦ 1994 σημειώνετε:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱϊέ Θεοῦ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν. Ἀμήν.
Κύριε,
Σύ γνωρίζεις τί ἐπιφυλάσσει ὁ νέος χρόνος δι’ἐμέ, τό Ποίμνιο τῆς Καστοριᾶς καί τόν κόσμον σου. Ἐπιθυμῶ νά μέ ἐνισχύσεις, ἄν ζῶ, νά ἐργάζομαι τό θέλημά Σου μόνο, μέ τήν Ἀγάπην Σου καί τό φόβον Σου. Νά μή τρομάζω πρόοἱουδήποτε κινδύνου ἀπροσδοκήτου δυσαρέστου δι’ἐμέ. Νά μή ὑποκύψω εἰς τούς ποικίλους πειρασμούς, διότι τούς προβλέπω πολλούς καί αἰσθάνομαι ἀδύνατος, ὡς ἀσθενής καί «γέρος», ἀδύνατη διαπιστώνω τήν θέλησίν μου. Καί νά μή λείψη ἀπό τά χείλη μου καί τήν καρδιά μου ὁ ὕμνος τῆς ἀπέραν της εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης μου διά τά ἐλέη Σου.
Συγχώρα με καθημερινῶς.
Σέ εὐχαριστῶ
Ἐγώ ὁ τίποτε. Ἀμήν»
Ὅλοι ἐμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι, εἴμεθα βέβαιοι ὅτι εὑρίσκεσθε ἐκεῖ ὅπου «ἦχος καθαρός ἑορταζόντων» συμμετέχοντας στήν οὐράνιο ἱερουργία καί ὅπως μᾶς μνημονεύατε στήν ἐπίγεια ἁγ. Πρόθεση, ἔτσι καί στό οὐράνιο θυσιαστήριο δέν μᾶς λησμονεῖτε, διότι εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἔχετε πολλή παρρησία πρός τόν Οὐράνιο Νυμφίο ἀφοῦ ἀκούσατε μετά βεβαιότητος ἐξ Αὐτοῦ: «Ἰδού δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην, ἥν οὐδείς δύναται κλεῖσαι αὐτήν ὅτι μικράν ἔχεις δύναμιν, καί ἐτήρησάς μου τόν λόγον καί οὐκ ἠρνήσω τό ὄνομά μου. Εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ, εἴσελθε οὖν εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». (Ἄνοιξα ἐμπρός σου πύλη, πού κανείς δέν μπορεῖ νά σοῦ κλείσει, γιατί παρ’ὅλη τήν ἀδυναμία σου τήρησες τό λόγο μου καί δέν ἀρνήθηκες τόὄνομά μου. Μπράβο δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ, εἴσελθε στήν χαρά τοῦ Κυρίου σου).
Καλήν ἀντάμωσιν Γέροντα «ὅτε ἀρπαγησόμεθα καί ἡμεῖς ἐν νεφέλαις εἰς ἀέρα…».
Παναγιώτης Φραγκᾶκος, Θεολόγος Γραμματεύς Ἱ. Μητρ. Πειραιῶς